Tags

Τὸ νὰ ταπεινωθῇ ὁ ἄνθρωπος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, μάλιστα κατὰ τὰς ὥρας τῆς προσευχῆς καὶ τῆς λατρείας, παρουσιάζεται ἐκ πρώτης ὄψεως ἂν μὴ εὔκολον, τουλάχιστον ὅμως ὡς οὐχὶ καὶ πολὺ δύσκολον. Τί εἶμαι ἐγὼ ὁ σκώληξ ἐμπρὸς εἰς τὸν κυρίαρχον τοῦ παντὸς Θεόν; Τί εἰμπορεῖ νὰ προσφέρω ἐγώ, ὁ πτωχὸς καὶ ἐλεεινός, εἰς τὸν Κύριον ποὺ ἔχει τὰ πάντα ἰδικά του καὶ μὲ τὰ ἀνεξάντλητα πλούτη του πλουτίζει καὶ ἡμᾶς;

Δὲν φθάνει ἐν τούτοις τὸ φρόνημα αὐτὸ προκειμένου να διαπνέεται ἡ πρὸς τὸν Θεὸν λατρεία μας ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς συντριβῆς, ἡ ὁποία καὶ μόνη τὴν καθιστᾷ εὐάρεστον εἰς τὸν Κύριον. Πρέπει νὰ συνοδεύεται αὕτη καὶ ἀπὸ κάτι ἄλλο, τὸ ὁποῖον εἶναι δυσκολώτερον καὶ τὸ ὁποίον ἀποδεικνύει ἀληθινὴν καὶ εἰλικρινῆ τὴν ταπείνωσιν καὶ τὴν συντριβήν μας. Δηλαδὴ ὁ ἐγωϊσμός μας πρέπει νὰ συντρίβεται ὄχι μόνον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐνώπιον τῶν ὁμοίων μας. Καὶ μαζῆ μὲ ἐκείνους, τεταπεινωμένοι ἡμεῖς, τεταπεινωμένοι καὶ αὐτοί, νὰ συμπροσφέρωμεν ὅλοι ὡς συντετριμμένοι δοῦλοι τὴν ταπεινὴν λατρείαν μας εἰς τὸν Κύριον.

Δὲν ἐνθυμεῖσθε, πῶς συμπεριεφέρθῃ καὶ τί ἔπαθε ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς; Σκοτισμένος ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμόν του ἐλησμόνησεν, ὅτι ἦτο καὶ αὐτὸς ἁμαρτωλός, καὶ ἐκατηγόρει ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ διὰ τῆς προσευχῆς του ὅλους τοὺς ἄλλους, πολὺ δὲ περισσότερον τὸν προσευχόμενον ἐν συντριβῇ τελώνην. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ὑπῆρξεν, ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἀπεστράφη. Μὲ ἄλλο πνεῦμα καὶ μὲ ἄλλο στόμα καὶ μὲ ἄλλην καρδίαν ἐλάτρευσεν ἐκείνην τὴν ὥραν ὁ Φαρισαῖος τὸν Θεόν, καὶ μὲ ἄλλο στόμα καὶ μὲ ἄλλην καρδίαν τὸν ἐλάτρευσεν ὁ τελώνης. Ὁ ἕνας, ὁ Φαρισαῖος, προσφέρει λόγους γεμάτους καυχησιολογίαν διὰ τὸν ἑαυτόν του καὶ περιφρονήσεως διὰ τοὺς ἄλλους. «Οὐκ εἰμί, λέγει, ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων… ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης». Ὁ ἄλλος, ὁ τελώνης σκέπτεται μόνον τὰς ἰδικάς του ἁμαρτίας καὶ δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὰς ἁμαρτίας τῶν ἄλλων. Τεταπεινωμένος καὶ συντετριμμένος ζητεῖ ἔλεος ἀπὸ τὸν φιλάνθρωπον Κύριον. «Ὁ Θεός, ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».

Ἀλλ’ ὁ Κύριος ζητεῖ νὰ τὸν λατρεύωμεν ὅλοι μὲ ἕνα στόμα καὶ μὲ μίαν καρδίαν, εἰς τρόπον ὥστε ἀπὸ ὅλους νὰ βγαίνῃ μία καὶ ἡ αὐτὴ φωνή, ὅσον πολυάριθμοι καὶ ἂν εἶναι αὐτοί, ποὺ συγχρόνως καὶ κατὰ τὴν αὐτὴν ὥραν τὸν λατρεύουν. Τί ἀκούομεν νὰ φωνάζῃ ἡ Ἐκκλησία, ὅταν προσφέρωμεν ἐν αὐτῇ τὴν μόνην ἀληθινὴν θυσίαν τῆς θείας Εὐχαριστίας, ποὺ ἀποτελεῖ συγχρόνως καὶ τὴν μόνην ἐν πνεύματι λατρείαν, εἰς τὴν ὁποίαν εὐαρεστεῖται ὁ Θεός; «Καὶ δὸς ἡμῖν ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ δοξάζειν καὶ ἀνυμνεῖν τὸν πάντιμον καὶ μεγαλοπρεπὲς Ὄνομά Σου». Σὰν τοὺς Ἀγγέλους δηλαδή. Μὲ ἕνα στόμα καὶ μὲ μίαν ψυχὴν καὶ μὲ μίαν καρδίαν νὰ δοξάζωμεν καὶ νὰ ἀνυμνοῦμεν ὅλοι μας τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας.

Διὰ νὰ γίνεται ὅμως αὐτό, ἀδελφέ μου, πρέπει προηγουμένως νὰ γίνωμεν ὅλοι μας ἕνα. Μία ψυχὴ καὶ μία καρδία ὅλοι. Ἕνα φρόνημα, ἕνας νοῦς, μία γλῶσσα, ἕνα στόμα ὅλοι. Θαῦμα ἠθικὸν δηλαδή. Θαῦμα ποὺ τὸ συντελεῖ ἡ θεία χάρις εἰς ἐκείνους, ποὺ συντρίβουν τὸν ἐγωϊσμόν τους, ἀπαρνοῦνται τὰ θελήματά τους καὶ ἐγκολπώνονται ὅλοι ἕνα καὶ μόνον θέλημα, ἕνα καὶ μόνον ἐγώ, τὸ θέλημα καὶ τὸ ἐγὼ τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ καθένας μας βέβαια ἔχει τὸ ἐγώ του. Καὶ καθεμία ἀπὸ τὰς κεφαλὰς τῶν ἀνθρώπων ἔχει τὰς ἰδικάς της σκέψεις καὶ ἐπιδιώξεις. Καὶ χαράσσει ὁ καθένας μας τὸν ίδικόν του δρόμον καὶ τὴν ἰδικήν του γραμμήν. Πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸν νὰ γίνουν οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι ἕνας, τὴν στιγμὴν κατὰ τὴν ὁποίαν καὶ εἰς αὐτὰ τὰ ἀνδρόγυνα, ποὺ τὸ καθένα των ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο μόνον, παρουσιάζονται συχνὰ τόσαι ἀσυμφωνίαι; Τότε μόνον θὰ γίνωμεν ἕνα, ὅταν ἑνωθῶμεν ὅλοι μὲ τὸν Χριστόν, ὥστε νὰ πραγματοποιηθῇ καὶ εἰς ἡμᾶς ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγεν ὁ θεῖος Παῦλος διὰ τὸν ἑαυτόν του: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». Ὅταν δηλαδὴ ζῇ εἰς τὸν καθένα μας ὁ Χριστός, ἐπόμενον εἶναι ὁ ἕνας νὰ ὁμοιάζῃ τελείως πρὸς τὸν ἄλλον. Καὶ ἐφ’ ὅσον θὰ εἴμεθα ὅλοι ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστόν, θὰ παρουσιασθῶμεν αὐτομάτως ἑνωμένοι καὶ μεταξύ μας.

Κράζουν οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον τὸν αὐτὸν ὕμνον τῆς λατρείας πρὸς τὸν Ὕψιστον καὶ βγαίνει ἀπὸ τὰ στόματα ὅλων ἡ αὐτὴ δοξολογία. Εἰξεύρεις διατί; Διότι ὁ καθένας τους ὡς θέλημά του καὶ ὡς σκέψιν του καὶ ὡς ἐπιδίωξίν του ἔχει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἔχει ἄλλο θέλημα ὁ ἕνας καὶ ἄλλο θέλημα ὁ ἄλλος. Δὲν εἶναι ὁ ἕνας ταπεινωμένος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὀλιγώτερον ἢ περισσότερον ἀπὸ τὸν ἄλλον. Ὅλοι ἐξ ἴσου ὑπήκοοι εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι ὡμονοιασμένοι καὶ ἠγαπημένοι μεταξύ τους. Χωρὶς ἐγωϊσμοὺς καὶ μικροφιλοτιμίας, σὰν κι αὐτοὺς ποὺ χωρίζουν τοὺς ἀνθρώπους. Εἰς ὅλους ὁ ἴδιος καὶ εἰς τὸν αὐτὸν βαθμὸν ὁ πόθος τοῦ νὰ συμμορφωθῇ πρὸς ἐκεῖνο, ποὺ θέλει ὁ Θεός. Καὶ δι’ αὐτό, ἐνῶ εἶναι τόσον πολλοὶ εἰς ἀριθμόν, ὥστε νὰ μὴ ἠμποροῦμεν ἡμεῖς οἱ ἀσθενεῖς νὰ τοὺς καταμετρήσωμεν, παρουσιάζονται ὅλοι ὡς ἕνα στόμα καὶ μία γλῶσσα καὶ ἕνα πνεῦμα.

Ἰδοὺ διατὶ ὁ Θεὸς ἀξιοῖ ὄχι μόνον ἰδιαιτέρως ὁ καθένας μας, ἀλλὰ καὶ ὅλοι μαζῇ συναγόμενοι εἰς τοὺς ναούς μας νὰ τὸν λατρεύωμεν καὶ νὰ τὸν δοξολογῶμεν ἐν συμφωνίᾳ καὶ μὲ ἕνα στόμα. Ποῖον ἀληθῶς καθῆκον καὶ ποίαν ὑψηλήν, ποίαν θείαν πραγματικότητα ἐκφράζει ἡ ἐπίκλησις τοῦ λειτουργοῦ: «Καὶ δὸς ἡμῖν ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ δοξάζειν καὶ ἀνυμνεῖν τὸ πάντιμον καὶ μεγαλοπρεπὲς Ὄνομά Σου»!

 
Ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξον Λατρείαν μας
Παν. Ν. Τρεμπέλας

Ἔκδοσις Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ»
Ἔκδοσις τρίτη
Ἀθῆναι 1978