Tags

,

Κείμενον

2 Κύριε ὁ Θεός μου, ἐπὶ σοὶ ἤλπισα· σῶσόν με ἐκ πάντων τῶν διωκόντων με καὶ ρῦσαί με,
3 μή ποτε ἁρπάσῃ ὡς λέων τὴν ψυχήν μου, μὴ ὄντος λυτρουμένου μηδὲ σῴζοντος.
4 Κύριε ὁ Θεός μου, εἰ ἔστιν ἀδικία ἐν χερσί μου,
5 εἰ ἀνταπέδωκα τοῖς ἀνταποδιδοῦσί μοι κακά, ἀποπέσοιμι ἄρα ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν μου κενός·
6 καταδιώξαι ἄρα ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου καὶ καταλάβοι καὶ καταπατήσαι εἰς γῆν τὴν ζωήν μου καὶ τὴν δόξαν μου εἰς χοῦν κατασκηνώσαι. (διάψαλμα)
7 Ἀνάστηθι, Κύριε, ἐν ὀργῇ σου, ὑψώθητι ἐν τοῖς πέρασι τῶν ἐχθρῶν σου· ἐξεγέρθητι, Κύριε ὁ Θεός μου, ἐν προστάγματι, ᾧ ἐνετείλω,
8 καὶ συναγωγὴ λαῶν κυκλώσει σε, καὶ ὑπὲρ ταύτης εἰς ὕψος ἐπίστρεψον.
9 Κύριος κρινεῖ λαούς· κρῖνόν με, Κύριε, κατὰ τὴν δικαιοσύνην μου καὶ κατὰ τὴν ἀκακίαν μου ἐπ’ ἐμοί.
10 Συντελεσθήτω δὴ πονηρία ἁμαρτωλῶν, καὶ κατευθυνεῖς δίκαιον, ἐτάζων καρδίας καὶ νεφροὺς ὁ Θεός.
11 Δικαία ἡ βοήθειά μου παρὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ σῴζοντος τοὺς εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ.
12 Ὁ Θεὸς κριτὴς δίκαιος καὶ ἰσχυρὸς καὶ μακρόθυμος καὶ μὴ ὀργὴν ἐπάγων καθ’ ἑκάστην ἡμέραν.
13 Ἐὰν μὴ ἐπιστραφῆτε, τὴν ρομφαίαν αὐτοῦ στιλβώσει, τὸ τόξον αὐτοῦ ἐνέτεινε καὶ ἡτοίμασεν αὐτό·
14 καὶ ἐν αὐτῷ ἡτοίμασε σκεύη θανάτου, τὰ βέλη αὐτοῦ τοῖς καιομένοις ἐξειργάσατο.
15 Ἰδοὺ ὠδίνησεν ἀδικίαν, συνέλαβε πόνον καὶ ἔτεκεν ἀνομίαν.
16 Λάκκον ὤρυξε καὶ ἀνέσκαψεν αὐτὸν καὶ ἐμπεσεῖται εἰς βόθρον, ὃ εἰργάσατο·
17 ἐπιστρέψει ὁ πόνος αὐτοῦ εἰς κεφαλὴν αὐτοῦ, καὶ ἐπὶ κορυφὴν αὐτοῦ ἡ ἀδικία αὐτοῦ καταβήσεται.
18 Ἐξομολογήσομαι τῷ Κυρίῳ κατὰ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ καὶ ψαλῶ τῷ ὀνόματι Κυρίου τοῦ Ὑψίστου.

 
Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις

2 Κύριε ὁ Θεός μου, εἰς σὲ ἐστήριξα ὅλην τὴν ἐλπίδα μου. Σῶσε με ἀπὸ ὅλους ὅσοι μὲ καταδιώκουν καὶ γλύτωσέ με ἀπὸ αὐτούς.
3 Ἐλθέ, Κύριε, εἰς βοήθειάν μου, μήπως σὰν λέων ἄγριος καὶ σκληρὸς ἁρπάσῃ ὁ ἐχθρὸς τὴν ζωήν μου καὶ κατασπαραχθῶ, ἐφ’ ὅσον δὲν θὰ ὑπάρχῃ εἰς τὸ πλευρόν μου κανεὶς ποὺ νὰ μὲ γλυτώσῃ καὶ μὲ σώσῃ.
4 Κύριε ὁ Θεός μου, ἐὰν πράγματι ἔκαμα αὐτὸ διὰ τὸ ὁποῖον καταδιώκομαι, ἐὰν αἱ χεῖρες μου διέπραξαν ἀδικίαν·
5 ἐὰν ἀνταπέδωκα κακὸν εἰς ἐκείνους ποὺ μοῦ ἀνταποδίδουν κακὰ ἀντὶ τῶν πρὸς αὐτοὺς εὐεργεσιῶν μου, αἲ τότε εἴθε νὰ πέσω ἔξω καὶ νὰ νικηθῶ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου, ἔρημος καὶ γυμνωμένος ἀπὸ πᾶσαν βοήθειαν καὶ ἐλπίδα.
6 Ἂς καταδιώξῃ τότε ὁ ἐχθρὸς ὁλόκληρον τὴν ὕπαρξίν μου καὶ ἂς μὲ συλλάβῃ αἰχμάλωτον καὶ ἂς ποδοπατήσῃ εἰς τὸ χῶμα τὴν ζωήν μου καὶ μὲ ἀτιμίαν πολλὴν ἂς τὴν καταθάψῃ εἰς τὰ σκοτεινὰ σκηνώματα τοῦ τάφου, ἐξαλείφων ὁλοτελῶς τὸ ἔνδοξον ὄνομά μου.
7 Σήκω, Κύριε, χωρὶς οἰκτιρμοὺς καὶ σπεῦσον θυμωμένος εἰς τὴν βοήθειάν μου. Φανέρωσε τὸ ὕψος τῆς δυνάμεώς σου γύρω ἀπὸ τὰ πέρατα τοῦ στρατοπέδου τῶν ἐχθρῶν σου, ὥστε νὰ μὴ διαφύγῃ κανεὶς τὴν τιμωρίαν σου. Ἐξεγέρθητι εἰς ὑπεράσπισίν μου, Κύριε ὁ Θεός μου, ἐν ὀνόματι τοῦ προστάγματος τὸ ὁποῖον καθώρισες νομοθετήσας, ὅτι πρέπει νὰ βοηθοῦνται καὶ νὰ προστατεύωνται οἱ ἀδικούμενοι, νὰ πατάσσωνται δὲ οἱ ἀσεβεῖς καὶ οἱ ἄδικοι.
8 Καὶ ἀμέσως τότε σύναξις λαῶν ἀπὸ ἔθνη πολλὰ θὰ σὲ περιστοιχίσουν, διὰ νὰ δοξάσουν τὴν δικαιοσύνην σου καὶ τὴν πρόνοιάν σου. Καὶ διὰ τὴν σύναξιν ταύτην τῶν λαῶν, ἡ ὁποία δὲν θέλεις ποτὲ νὰ σκανδαλίζεται καὶ νὰ κλονίζεται εἰς τὴν πρὸς σὲ πίστιν καὶ ἐλπίδα, ἀνέβα καὶ πάλιν εἰς τὸ ἐν οὐρανοῖς ὑψηλὸν δικαστικόν σου βῆμα, τὸ ὁποῖον οἱ ἀσεβεῖς, παρεξηγοῦντες τὴν μακροθυμίαν σου, νομίζουν ὅτι τὸ ἐγκατέλιπες.
9 Ναί· ὁ Κύριος ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ δικαστικοῦ του θρόνου καὶ θὰ κρίνῃ τοὺς λαούς. Κρῖνε καὶ δίκασε, Κύριε, καὶ ἐμέ, ὁ ὁποῖος μολονότι εἶμαι ἔνοχος ἐνώπιόν σου, προσεπάθησα ὅμως πάντοτε νὰ συμπεριφέρωμαι πρὸς τοὺς ὁμοίους μου μὲ δικαιοσύνην καὶ ἀκακίαν, μὴ διαπράξας εἰς κανένα κακόν τι.
10 Ἂς λάβῃ πέρας καὶ ἂς ἐξαφανισθῇ λοιπὸν ἡ πονηρία τῶν ἁμαρτωλῶν. Καὶ τότε, σύ, ὦ Θεέ μου, ποὺ γνωρίζεις τὰ κεκρυμμένα ἐλατήρια τῶν ἀνθρώπων, διότι ἐξετάζεις τὰς εἰς τὰ βάθη τῶν καρδιῶν των σκέψεις των καὶ τὰ εἰς τοὺς νεφρούς των ἀπόκρυφα συναισθήματά των, θὰ ὁδηγήσῃς τὸν δίκαιον ἀνενόχλητον καὶ ἀνεμπόδιστον ἀπὸ ἀντιδράσεις είς τὸν εὐθὺν δρόμον τῆς ἀρετῆς.
11 Δικαίως θὰ μὲ βοηθήσῃ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σώζει ὅλους ὅσοι ἔχουν καρδίαν εὐθεῖαν καὶ ἀπηλλαγμένην ἀπὸ δόλον καὶ κακίαν.
12 Ὁ Θεὸς εἶναι κριτὴς δίκαιος καὶ ἰσχυρός. Καὶ ἔχει λοιπὸν τὴν δύναμιν νὰ ἐξολοθρεύσῃ τοὺς ἀδίκους. Ἀλλ’ εἶναι συγχρόνως καὶ μακρόθυμος καὶ δὲν ἐκδηλώνει τὴν ὀργήν του μὲ καθημερινὰς ποινὰς καὶ τιμωρίας κατὰ τῶν παραβατῶν.
13 Ἐὰν ὅμως καταφρονήσετε τὴν μακροθυμίαν του καὶ δὲν μετανοήσετε ἐγκαίρως, ὡς πολεμιστὴς ἀκαταγώνιστος καὶ δυνατώτερος ἀπὸ κάθε ἄλλον, θὰ τροχίσῃ καὶ θὰ γυαλίσῃ τὴν ρομφαίαν του. Ἰδοὺ ἐτέντωσε τὴν χορδὴν τοῦ τόξου του καὶ τὸ ἑτοίμασε διὰ νὰ τὸ χρησιμοποιήσῃ.
14 Καὶ ἐπ’ αὐτοῦ ἑτοίμασε ὄργανα καὶ ὅπλα φονικὰ καὶ θανατηφόρα. Τὰ βέλη ποὺ θὰ ρίψῃ μὲ αὐτὸ ἔχουν κατασκευασθῆ τέλεια μὲ πίσσαν καὶ ἄλλας εὐκόλως καιομένας καὶ ἀναφλεγομένας ὕλας, ὥστε νὰ εἶναι πύρινα καὶ καυστικά.
15 Ἰδοὺ αὐτὸς ποὺ μὲ καταδιώκει ἀδίκως, σὰν γυναῖκα ποὺ κοιλοπονεῖ, ἐγέννησε μὲ κόπον καὶ προσπάθειαν πολλὴν ἀδικίαν κατ’ ἐμοῦ· συνέλαβεν εἰς τὴν ψυχήν του σχέδιον πόνου καὶ ὀδύνης ἐναντίον μου καὶ ἐγέννησεν ἀνομίαν.
16 Ἤνοιξε λάκκον διὰ νὰ συλληφθῶ μὲ παγίδα εἰς αὐτὸν καὶ τὸν ἀνεσκάλευσεν, ὥστε νὰ μὴ φαίνεται καὶ ἀνύποπτος νὰ διέλθω δι’ αὐτοῦ. Ἀλλ’ αὐτὸς καὶ ὄχι ἐγὼ θὰ πέσῃ μέσα εἰς τὸν βόθρον, τὸν ὁποῖον μὲ τόσην τέχνην καὶ κόπον κατεσκεύασε.
17 Σὰν πέτρα, ποὺ τὴν ἐξεσφενδόνισεν ὑψηλά, θὰ γυρίσῃ πίσω καὶ θὰ πέσῃ εἰς τὴν ἰδίαν του κεφαλὴν τὸ κακὸν αὐτὸ ποὺ μὲ πόνον καὶ κόπον ἡτοίμασε· καὶ εἰς τὴν κορυφὴν καὶ τὸ ὑψηλότερον μέρος τοῦ σώματός του θὰ καταβῇ βαρεῖα καὶ συντριπτικὴ ἡ ἀδικία του.
18 Ἀντιθέτως ἐγώ, ποὺ τόσον ἐπροστατεύθην καὶ ἐβοηθήθην, θὰ ἀνυμνήσω καὶ θὰ δοξάσω τὸν Κύριον σύμφωνα μὲ τὴν δικαιοσύνην ποὺ ἔδειξε καὶ θὰ ψάλω ὕμνον εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶναι Ὕψιστος καὶ ὑπερουράνιος καὶ ἀπλησίαστος εἰς τοὺς ἐχθρούς του.

 
Τὸ Ψαλτήριον
τοῦ Προφήτου καὶ Βασιλέως Δαυΐδ,
μετὰ συντόμου ἑρμηνείας
ὑπὸ Παν. Ν. Τρεμπέλα

Ἔκδοσις εἰκοστὴ ὀγδόη
Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ»
Ἀθῆναι 2009