Tags

,

Κείμενον

1 Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός. Διεφθάρησαν καὶ ἐβδελύχθησαν ἐν ἐπιτηδεύμασιν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός.
2 Κύριος ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδεῖν εἰ ἔστι συνιὼν ἢ ἐκζητῶν τὸν Θεόν.
3 Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός. Τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, ταῖς γλώσσαις αὑτῶν ἐδολιοῦσαν· ἰὸς ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν, ὧν τὸ στόμα ἀρᾶς καὶ πικρίας γέμει, ὀξεῖς οἱ πόδες αὐτῶν ἐκχέαι αἷμα, σύντριμμα καὶ ταλαιπωρία ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν, καὶ ὁδὸν εἰρήνης οὐκ ἔγνωσαν· οὐκ ἔστι φόβος Θεοῦ ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν.
4 Οὐχὶ γνώσονται πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν; Οἱ ἐσθίοντες τὸν λαόν μου βρώσει ἄρτου τὸν Κύριον οὐκ ἐπεκαλέσαντο.
5 Ἐκεῖ ἐδειλίασαν φόβῳ οὗ οὐκ ἦν φόβος, ὅτι ὁ Θεὸς ἐν γενεᾷ δικαίᾳ.
6 Βουλὴν πτωχοῦ κατῃσχύνατε, ὅτι Κύριος ἐλπὶς αὐτοῦ ἐστι.
7 Τίς δώσει ἐκ Σιὼν τὸ σωτήριον τοῦ Ἰσραήλ; Ἐν τῷ ἐπιστρέψαι Κύριον τὴν αἰχμαλωσίαν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ ἀγαλλιάσεται Ἰακὼβ καὶ εὐφρανθήσεται Ἰσραήλ.

 
Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις

1 Εἶπεν εἰς τὸ βάθος τοῦ ἐσωτερικού του ὁ σκοτισθεὶς ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ εἰς ἀφροσύνην πωρώσεως καταντήσας ἄνθρωπος· Δὲν ὑπάρχει Θεός. Αὐτὸς καὶ οἱ ὅμοιοί του διεφθάρησαν καὶ μὲ τὴν ἁμαρτωλὴν καὶ ἀδιόρθωτον διαγωγήν των ἔγιναν βδελυκτοὶ καὶ μισητοὶ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν εὐσεβῶν ἀνθρώπων. Καὶ τόσον πολὺ διεδόθη τὸ κακόν, ὥστε δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ πράττῃ τὸ ἀγαθόν, δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας.
2 Ὁ Κύριος ἔσκυψεν ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἔρριψε τὰ βλέμματά του κάτω εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, διὰ νὰ ἴδῃ ἐὰν ὑπάρχῃ μεταξύ των κανεὶς μὲ σύνεσιν ποὺ νὰ γνωρίζῃ τὸν Θεὸν ἢ νὰ ποθῇ καὶ νὰ ἐπικαλῆται αὐτὸν προσπαθῶν μὲ τὰς ἐναρέτους πράξεις του νὰ εὐαρεστήσῃ εἰς αὐτόν.
3 Φεῦ! Ὅλοι ἐξετράπησαν ἀπὸ τὴν εὐθεῖαν ὁδὸν καὶ κατήντησαν εἰς ἐξαχρείωσιν καὶ διαφθοράν. Δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ πράττῃ τὸ ἀγαθόν· δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας. Ὁ λάρυγξ των σὰν τάφος ἀνοικτὸς ἀναδίδων μολυσματικὴν δυσωδίαν, μόνον λόγους βλασφημίας καὶ ἀκολασίας ἐκβάλλει· μὲ τὰς συκοφαντικὰς καὶ ψευδολόγους γλώσσας των πλάττουν ψεύδη δόλια καὶ φαρμακερὰς ἐπινοήσεις. Δηλητήριον φαρμακερῶν ἀσπίδων ὑπάρχει κάτω ἀπὸ τὰ χείλη των. Τὸ στόμα των εἶναι γεμᾶτον ἀπὸ κατάραν καὶ βλασφημίαν κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ δολιότητα καὶ πικρίαν κατὰ τῶν ἀνθρώπων. Τὰ πόδια των εἶναι ἀκούραστα καὶ τρέχουν γρήγορα διὰ νὰ χύσουν αἷμα. Εἰς τοὺς δρόμους των καὶ εἰς τὰς πράξεις των σπείρουν συντρίμματα καὶ καταπιέσεις καὶ ἀθλιότητας. Ζωὴν δὲ εἰρηνικὴν καὶ ἥσυχον δὲν ἐγνώρισαν οὔτε διὰ τὸν ἑαυτόν τους οὔτε διὰ τοὺς ἄλλους. Δὲν ὑπάρχει φόβος Θεοῦ εἰς τὰ μάτια τῆς ψυχῆς των.
4 Δὲν θὰ συνετισθοῦν λοιπὸν καὶ δὲν θὰ βάλουν ποτὲ μυαλὸ ὅλοι ἐκεῖνοι, ποὺ ἐργάζονται τὴν ἀνομίαν; Δὲν θὰ συνέλθουν ἐπὶ τέλους καὶ δὲν θὰ σωφρονισθοῦν; Αὐτοὶ ποὺ κατατρώγουν τὸν λαόν μου μὲ τόσην εὐχαρίστησιν καὶ ἀσυνειδησίαν, σὰν νὰ ἔτρωγον συνήθη ἄρτον, δὲν ἐπεκαλέσθησαν ποτὲ τὸν Κύριον καὶ εἶναι ἄγνωστος εἰς αὐτοὺς ἡ προσευχή.
5 Ἀλλὰ διὰ τοῦτο κυριευθέντες ἀπὸ δεισιδαιμονίας, κατεπτοήθησαν ἀπὸ ἀνύπαρκτα φαντάσματα καὶ κατελήφθησαν ἀπὸ φόβον ἐκεῖ, ὅπου δὲν ὑπῆρχε τίποτε τὸ φοβερόν. Καὶ πῶς νὰ μὴ τρομάξουν; Ὁ Θεὸς δὲν ἦτο μετ’ αὐτῶν. Διότι μόνον εἰς τὴν γενεὰν τῶν δικαίων παραμένει ὁ Κύριος, ἀφήνων ἐρήμους καὶ ἀπροστατεύτους τοὺς ἀρνουμένους αὐτόν.
6 Ἐξευτελίζετε καὶ χλευάζετε τὰ φρονήματα καὶ τὰς ἀποφάσεις τοῦ πτωχοῦ, ἐπειδὴ ὡς μόνην ἐλπίδα του ἔχει τὸν Κύριον καὶ πρὸς μόνον αὐτὸν μετὰ πίστεως καταφεύγει.
7 Ποῖος θὰ ἔλθῃ ἀπὸ τὴν Σιὼν διὰ νὰ δώσῃ τὴν σωτηρίαν εἰς τὸν Ἰσραήλ! Οὐδεὶς ἄλλος παρὰ μόνος ὁ Θεός. Ὅταν δὲ ὁ Κύριος κατευοδώσῃ τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ λαοῦ του ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας, θὰ σκιρτήσουν ἀπὸ ἀγαλλίασιν οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰακὼβ καὶ θὰ γεμίσουν εὐφροσύνην αἱ καρδίαι τῶν Ἰσραηλιτῶν.

 
Τὸ Ψαλτήριον
τοῦ Προφήτου καὶ Βασιλέως Δαυΐδ,
μετὰ συντόμου ἑρμηνείας
ὑπὸ Παν. Ν. Τρεμπέλα

Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ»
Ἔκδοσις εἰκοστὴ ὀγδόη
Ἀθῆναι 2009