Tags

,

Κείμενον

1 Κύριος ποιμαίνει με, καὶ οὐδέν με ὑστερήσει.
2 Εἰς τόπον χλόης ἐκεῖ με κατεσκήνωσεν, ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως ἐξέθρεψέ με,
3 τὴν ψυχήν μου ἐπέστρεψεν. Ὡδήγησέ με ἐπὶ τρίβους δικαιοσύνης ἕνεκεν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ.
4 Ἐὰν γὰρ καὶ πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μετ’ ἐμοῦ εἶ· ἡ ράβδος σου καὶ ἡ βακτηρία σου, αὗταί με παρεκάλεσαν.
5 Ἡτοίμασας ἐνώπιόν μου τράπεζαν ἐξ ἐναντίας τῶν θλιβόντων με· ἐλίπανας ἐν ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου, καὶ τὸ ποτήριόν σου μεθύσκον με ὡσεὶ κράτιστον.
6 Καὶ τὸ ἔλεός σου καταδιώξει με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου, καὶ τὸ κατοικεῖν με ἐν οἴκῳ Κυρίου εἰς μακρότητα ἡμερῶν.

 
Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις

1 Ὁ Κύριος ὡς ὁ καλὸς ποιμήν μου καὶ βοσκός μου λαμβάνει πρόνοιαν διὰ τὴν συντήρησιν καὶ διατροφήν μου καὶ τίποτε δὲν θὰ μοῦ λείψῃ.
2 Εἰς τόπους χλοερούς, ἐκεῖ μὲ ὡδήγησε διὰ νὰ κατασκηνώσω. Ἐφρόντισε αὐτὸς μετὰ στοργῆς νὰ ἔχω πάντοτε ἄφθονα καὶ ἐκλεκτὰ ἀγαθά, ποὺ τρέφουν τὸ σῶμα μου καὶ τὴν ψυχήν μου. Εἰς ὕδατα δροσερὰ καὶ εἰς τόπους σκιερούς, ἐκεῖ μὲ τρέφει καὶ μὲ ἀναπαύει.
3 Τὴν ἐξηντλημένην ἀπὸ τὸν κόπον, τὸν καύσωνα καὶ τὰς στερήσεις ψυχήν μου τὴν συνέφερε καὶ τὴν ἀνεζωογόνησε· μὲ ὡδήγησε στοργικῶς εἰς τοὺς ὁμαλοὺς καὶ εὐθεῖς τῆς ἀρετῆς δρόμους. Καὶ μὲ κατηύθυνεν εἰς αὐτοὺς ὄχι διότι ἐγὼ τὸ ἀξίζω, ἀλλὰ διότι εἶναι μέγα καὶ ἔνδοξον τὸ ὄνομά του ὡς εὐσπλάγχνου καὶ παναγάθου Προνοητοῦ καὶ Καθοδηγητοῦ.
4 Ὦ Κύριε, πλησίον σου εἶμαι ἀσφαλής. Διότι καὶ ἂν ἀκόμη διαβῶ χαράδρας σκοτεινὰς καὶ εὑρεθῶ ἀντιμέτωπος πρὸς αὐτὸν τὸν θάνατον, οἱουσδήποτε κινδύνους καὶ ἂν διατρέξω, δὲν θὰ φοβηθῶ νὰ πάθω κακόν τι. Διότι σὺ εἶσαι μαζί μου. Καὶ ἡ ποιμαντική σου ράβδος, ἄλλοτε ὡς μάστιξ παιδαγωγικὴ μὲ συγκρατεῖ εἰς τὴν ἀσφαλῆ τῆς ἀρετῆς ὁδὸν καὶ ἀπομακρύνει κάθε λῃστὴν καὶ λύκον ἀπ’ ἐμοῦ, καὶ ἄλλοτε ὡς βακτηρία ὑποστηρίζουσα τὰ κατακοπιασμένα μέλη μου μὲ ἐνισχύει, καὶ καθίσταται οὕτω μέσον ἀνακουφίσεως καὶ παρηγορίας δι’ ἐμέ.
5 Ἀλλ’ ἡ οἰκειότης ποὺ μοῦ δείχνεις μὲ ἐνθαρρύνει νὰ σὲ παρομοιώσω πρὸς οἰκοδεσπότην καταδεκτικόν, ποὺ παρέχει εἰς ἐμὲ τὸν πτωχὸν καὶ εὐτελῆ πᾶσαν φιλοξενίαν. Μὲ κάμνεις ὁμοτράπεζον καὶ συνδαιτυμόνα σου. Ἡτοίμασας καὶ παρέθεσες ἐνώπιόν μου τράπεζαν πνευματικὴν κατὰ πρόσωπον ἐκείνων, ποὺ μὲ θλίβουν, οἱ ὁποῖοι, βλέποντες ποίας τιμῆς μὲ καταξιώνεις καὶ ποίας ἀσφαλείας ἀπολαύω πλησίον σου, θὰ καταντροπιασθοῦν. Μὲ μύρον ἤλειψες τὴν κεφαλήν μου προτοῦ ἀνακλιθῶ εἰς τὸ πλούσιον δεῖπνον σου καὶ ὅταν κατ’ αὐτὸ θὰ ἔλθῃ ἡ στιγμὴ νὰ πίω τὸ ποτήριον, ποὺ μοῦ παρέχεις, ὑπερεκχειλίζεται τοῦτο διὰ κρατίστου οἴνου. Πόσον δαψιλεῖς καὶ πανευφρόσυνοι εἶναι αἱ χάριτες καὶ ἀπολαύσεις, τὰς ὁποίας πλησίον σου ἀπολαμβάνει ἡ ψυχή μου!
6 Καὶ τὸ ἔλεός σου θὰ μὲ καταδιώκῃ ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου καὶ ἡ χάρις σου θὰ ἐπιμένῃ νὰ ἐξευρίσκῃ ποικίλα μέσα, ὥστε καὶ φεύγοντα ἀκόμη νὰ μὲ συλλάβῃ εἰς τὸ δίκτυον τῆς σωτηρίας καὶ καταξιωθῶ οὕτω νὰ κατοικῶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου ἐπὶ χρόνον μακρὸν καὶ ἀτελεύτητον.

 
Τὸ Ψαλτήριον
τοῦ Προφήτου καὶ Βασιλέως Δαυΐδ,
μετὰ συντόμου ἑρμηνείας
ὑπὸ Παν. Ν. Τρεμπέλα

Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ»
Ἔκδοσις εἰκοστὴ ὀγδόη
Ἀθῆναι 2009